παρλαμέντο

παρλαμέντο
το
1. ονομασία τού ανώτατου δικαστηρίου στη Γαλλία κατά την διάρκεια τού παλαιού καθεστώτος και αργότερα, από τον 13ο αιώνα πολυμελών σωμάτων που ασκούσαν στην αρχή μόνο τη δικαστική εξουσία και στα οποία συμμετείχαν αντιπρόσωποι τών ευγενών, τών ανώτερων κληρικών, τών υπαλλήλων τής αυλής και τών νομομαθών και έκριναν αστικές και ποινικές υποθέσεις, αργότερα όμως απέκτησαν και νομοθετικές εξουσίες και πολιτική δύναμη, ώς το 1790 οπότε καταργήθηκαν
2. παλαιότερη, ονομασία τών δύο κοινοβουλίων τής Αγγλίας από τον 13ο αιώνα, δηλ. τής Άνω Βουλής (τών Λόρδων) και τής Κάτω Βουλής (τών Κοινοτήτων). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. parlement (< parler «μιλώ»)]..

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… …   Dictionary of Greek

  • Σφενδόνας επανάσταση — Η περίοδος αναταραχών και εξεγέρσεων που, κατά την περίοδο της ανηλικότητας του Λουδοβίκου ΙΔ’ και της αντιβασιλείας της Άννας της Αυστριακής (από το 1648 ως το 1653) συγκλόνισαν τη Γαλλία και κυρίως το Παρίσι. Οι όροι fronde και fron deur… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”