- παρλαμέντο
- το1. ονομασία τού ανώτατου δικαστηρίου στη Γαλλία κατά την διάρκεια τού παλαιού καθεστώτος και αργότερα, από τον 13ο αιώνα πολυμελών σωμάτων που ασκούσαν στην αρχή μόνο τη δικαστική εξουσία και στα οποία συμμετείχαν αντιπρόσωποι τών ευγενών, τών ανώτερων κληρικών, τών υπαλλήλων τής αυλής και τών νομομαθών και έκριναν αστικές και ποινικές υποθέσεις, αργότερα όμως απέκτησαν και νομοθετικές εξουσίες και πολιτική δύναμη, ώς το 1790 οπότε καταργήθηκαν2. παλαιότερη, ονομασία τών δύο κοινοβουλίων τής Αγγλίας από τον 13ο αιώνα, δηλ. τής Άνω Βουλής (τών Λόρδων) και τής Κάτω Βουλής (τών Κοινοτήτων). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. parlement (< parler «μιλώ»)]..
Dictionary of Greek. 2013.